- σεισμογραφικός
- η , ό[ν] сейсмографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεισμογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεισμογράφο ή στη σεισμογραφία («σεισμογραφικές παρατηρήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμογράφος*. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα] … Dictionary of Greek
σεισμογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σεισμογραφία: Σεισμογραφικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)